θερμός

θερμός
θερμός
Grammatical information: adj.
Meaning: `warm' (Il.).
Compounds: Often as 1, member, e. g. Θερμο-πύλαι (Hdt.; s. Risch IF 59, 267). On ἄ-, ἔκ-, ἔν-θερμος etc. s. below on θέρμη and θερμαίνω.
Derivatives: A. Substantives. 1. θέρμη, also -μᾰ (s, Schwyzer 476 n. 2, Chantraine Formation 102 and 148) f. `warmth, heat, heat of fever' (IA) with ἄ-θερμος `without warmth' (Frisk Adj. priv. 11), ἔν-θερμος `with warmth inside, warm' (Strömberg Greek Prefix Studies 95); θερμίζω `be feverish' (Euboea). 2. θερμότης `warmth, heat' (IA). 3. θερμωλή `id.' (Hp.; Frisk Eranos 41, 52). 4. θερμέλη ἡ θέρμη Suid. (Strömberg Wortstudien 79). 5. θέρμασσα = κάμινος (Hdn. Gr. 1, 267; formation unclear, cf. Schwyzer 525f., Müller-Graupa Glotta 31, 129). - B. Adjectives: 1. θερμώδης `lukewarm' (Aret.); here Θερμώδων, -οντος river name (Boeotia, Pontos; s. Krahe Beitr. z. Namenforschung 2, 236; 3, 162). 2. θερμηρός adjunct of ποτήριον (H. s. κελέβη; to θέρμη?). - C. Verbs: 1. θέρμετο ipf. `became warm' (Il.), θέρμετε ipv. `warmeth!' (θ 426; after it Ar. Ra. 1339); on the formation cf. Schwyzer 722f. 2. θερμαίνω, aor. θερμῆναι `warm' (Il.), often with prefix, e. g. ἐκ-θερμαίνω `warm completely' (Hp., Arist.) with postverbal ἔκθερμος `very hot' (Vett. Val.); from there θέρμανσις `heating' (Arist.) with θερμαντικός `fit to make warm' (Pl., Arist.), θερμασία `heating, warmth' (Hp., Arist.; cf. Schwyzer 469), θέρμασμα `warming cuff' (medic.; s. Chantraine Formation 176), θερμάστρᾱ s. θερμάζω; θερμαντήρ "warmer", `kettle to cook water' (Poll.) with θερμαντήριος `warming' (Hp., inscr.). 3. θερμάζω `id.' only aor. opt. med. θερμάσσαιο (Nic. Al. 587) with θερμάστρα f. `furnace' (Call.; also to θερμαίνω); also θερμαύστρα written through confusion with θερμαυστρίς (θέρμ-) `fire-tongs' (Arist., H.), cf. πυρ-αύστρα `id.' (αὔειν `bring fire'); also metaph. as name of a dance (Poll., Ath.) with θερμαυστρίζω (Critias, Luc.); from θερμάστρα: θερμαστρίς (θέρμ-) = θερμαντήρ (Eup., LXX); the forms in -αστρ-, -αυστρ- are not regularly distinguished, cf. Schulze Kl. Schr. 189 w. n. 6; through dissimilation θέρμαστις meaning unclear (Attica IVa) with θερμάστιον (Aen. Tact.).
Origin: IE [Indo-European] [493] *gʷʰermo- `warm'
Etymology: Inherited adjective, identical with Arm. ǰerm `warm', Thrak.-Phryg. germo- (in GN, e.g. Γέρμη), IE *gʷʰermo-; also in substantivized funktion Alb. zjarm, zjarr `heat'. With o-vocalism, originally substantiv., IE *gʷʰormo- in Skt. gharmá- m. `heat', OPr. gorme `id.'; sec. also adjectival in Av. garǝma-, Lat. formus, Germ., e. g. NHG warm . Uncertain Toch. A śārme `heat (?)'. More forms in W.-Hofmann s. formus, Mayrhofer Wb. s. gharmáḥ; s. on θέρομαι, θέρος.
Page in Frisk: 1,664-665

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θερμός — hot masc nom sg θερμός hot masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρμος — lupine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • θερμός — ή, ό επίρρ. ά 1. ζεστός: Θερμές χώρες. 2. έντονος, ζωηρός: Θερμή συζήτηση. – Θερμός νέος. 3. εγκάρδιος, ειλικρινής: Του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. – Θερμή συμπαράσταση. 4. «θερμή γυναίκα», σεξουαλική. το άκλ. (λ. γερμ.), δοχείο που διατηρεί τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… …   Dictionary of Greek

  • θερμότερον — θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοτάτων — θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοτέραις — θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοτέρων — θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμά — θερμός hot neut nom/voc/acc pl θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc/acc dual θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc sg (doric aeolic) θερμός hot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”